- ἐριχρύσων
- ἐριχρύ̱σων , ἐρίχρυσοςrich in goldmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίχρυσος — ἐρίχρυσος, ον (Μ) αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι + χρυσός] … Dictionary of Greek